χητι

χητι
    χήτι
    Her. = χήτει

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χητι" в других словарях:

  • χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»